Ξεκινώντας, θα ήθελα να ευχηθώ στον ιδρυτή του bloοοοog, ανάλογη συνέχεια στις απόπειρες έκφρασης των σκέψεών του, όχι μόνο σχετικά με τα αυτοκίνητα. Και το – οργισμένο χωρίς λόγο – είδωλο, ο Hank Moody εξάλλου, προχώρησε παραπάνω.
Ελπίζοντας να μην μου κόψει πολλά η λογοκρισία, θα γράψω για ένα αυτοκίνητο που, κατά κάποιο τρόπο, έζησα την εφηβεία μου μαζί του, βλέποντας κυρίως τον αδερφό μου να το κινεί για την διάφορες ανάγκες της οικογένειας αλλά και για τις ανήσυχες ανάγκες τις δικές του, της παρέας του και των μυαλών που κουβάλαγε τότε…
Το κόκκινο Seat 124 dls, 1,2 λίτρων και 65 αλόγων στα χαρτιά (στην πραγματικότητα ήταν παραπάνω, αλλά τα κρύβανε για τη φορολογία – κλασσικό ψέμα της γενιάς μας) αγοράστηκε μεταχειρισμένο, το 1991 αν θυμάμαι καλά, από φιλική οικογένεια. Βασισμένο στο Fiat με το αντίστοιχο όνομα και με ένα σχήμα που ήταν παρόμοιο του Ιταλού αδερφού, εκτός από τα φανάρια που το ξεχώριζαν (και πάνω στο οποίο μάλλον βασίστηκαν τα Lada σεντάν που έβγαιναν επί δεκαετίες με κάτι κωδικούς (πχ. 2107), όλα υπό τη σκέπη της μαμάς Fiat. Το θετικό με το αυτοκίνητο ήταν ότι, πρώτα από όλα, ήμουν σε μικρή ηλικία και μου φαινόταν ιδιαίτερα σπουδαίο, πέρα από αυτό όμως, είχε και άλλα προσόντα για να μεγαλώσει ένα παιδί μαζί του: πίσω κίνηση, μερικά αξεσουάρ που για το καινούριο σεντάν των υπολοίπων δεν ήταν δεδομένα (πχ. στροφόμετρο, ζάντες αλουμινίου εκ των υστέρων) και κυρίως, ήταν όσο παλιό έπρεπε για να το αγαπάς αλλά και για να το ζορίσεις χωρίς να το λυπηθείς ιδιαίτερα, εξάλλου αποδείχτηκε μάλλον αξιόπιστο.
Η συναισθηματική αξία που συσσωρεύτηκε πάνω του με τον καιρό είχε και ορόσημα: μεταφορά όπου και όταν χρειαζόμασταν με τον αδερφό μου, εξάλλου σε αυτό έμαθε να οδηγά και εκείνος και εγώ, αλλαγή μοτέρ από τον αδερφό μου σε ένα φιλικό γκαράζ με πολλή προσωπική εργασία (μιλάμε για πολλή όμως), αλλαγή τροχών με ζάντες αλουμινίου, που στα μάτια μας (των παιδιών) το έκανε ακόμα πιο αγαπητό αλλά και στιγμές ή περιστάσεις μοναδικές: το ταξίδι αυθημερόν του αδερφού μου στα κρυφά ως τη Σπάρτη ή ένα βράδυ, μετά την αλλαγή μοτέρ, όπου η κτηνώδης ιπποδύναμη (μη γελάτε) και το ψιλόβροχο, σε συνδυασμό με το άψογο tarmac της περιοχής και κυρίως τη διάθεση του αδερφού μου μας έφεραν, με τη 2η σχέση στο κιβώτιο
(σημείωση: μήπως ήταν με 3η?), μετά από 2 κωλίδια που μαζεύτηκαν με ανάποδο, σβούρα σε έρημο εκείνη τη στιγμή δρόμο του Κιάτου, εμπειρία που αν μη τι άλλο μας προσέφερε πλατιά χαμόγελα (αφού δεν υπήρχαν συνέπειες…). Μετά από αυτή την πρόταση, όποιος σκέφτηκε «άντε ρε που μου έμαθες και το tarmac, είχες και στο χωριό σου…», δικαιολογείται.
Δυστυχώς το 124 δεν πρόλαβα να το ζήσω πολύ στα δικά μου χέρια… Το Μάιο του 1999, και αφού μετά τις Πανελλήνιες θα έπαιρνα το δίπλωμά μου, ένα μεσημέρι που ο αδερφός μου κι εγώ πηγαίναμε προς καφετέρια του Κιάτου, ένα Honda CRX ως άλλος Ιάπωνας καμικάζι, με οδηγό μεσήλικα μετά την κατανάλωση αλκοόλ, ήρθε και έπεσε επάνω στο Seat χτυπώντας το πλαγιομετωπικά μπροστά και δεξιά από το αντίθετο ρεύμα, καθώς ο οδηγός αποκοιμήθηκε. Το 124 μας προστάτεψε αρκούντως, όμως η σύγκρουση αποδείχτηκε ιδιαίτερα σκληρή για το ίδιο. Αποσύρθηκε ωστόσο έχοντας μέσα τους 2 ανθρώπους που ακόμα το θυμούνται με την περισσότερη νοσταλγία από όλους.
Ταιριαστό τέλος, δε νομίζετε?
Το κείμενο γράφτηκε από το νέο μέλος της πολυπληθούς συντακτικής ομάδας (με το ζόρι 2 άτομα), Tsiotom (κατά κόσμο και Σάκη)